- θυμβροφάγος
- θυμβροφάγος [ᾰ], ον,A eating savory, θυμβροφάγον βλέπειν to look as if one had eaten savory, 'make a verjuice face', Ar.Ach.254.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμβροφάγος — θυμβροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει θύμβρα*, επομ. δριμύς («θυμβροφάγον βλέπειν» το να δείχνει κανείς σαν να έχει φάει θύμβρα, δηλ. να ξινίζει τα μούτρα, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμβρα + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. β έ φαγ ον τού ρ. εσθίω),… … Dictionary of Greek
θυμβροφάγος — eating savory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμβροφάγον — θυμβροφάγος eating savory masc/fem acc sg θυμβροφάγος eating savory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… … Dictionary of Greek